- επίμοχθος
- -η, -ο (AM ἐπίμοχθος, -ον) [μόχθος](για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικόςαρχ.-μσν.1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει κανείς με μεγάλη δυσκολία («τὴν ἐπίμοχθον ταύτην ζωήν»)3. επώδυνος4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίμοχθονη εργατικότητα, η δραστηριότητα.
Dictionary of Greek. 2013.